- ἀποθηκῶν
- ἀποθήκηany place wherein to lay upfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Apothécoïde — est un adjectif qui en mycologie signifie une morphologie en forme d ampoule (du grec αποθηκών). Cette morphologie se rencontre dans la famille des pezizaceae chez les ascomycètes et le genre lycoperdon chez les basidiomycètes. Exemple d… … Wikipédia en Français
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
επιστράτευση — Το στάδιο της μετάπτωσης των στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας από την ειρηνική κατάσταση στην πολεμική. Η ε. είναι το αποτέλεσμα ιδιαίτερων μελετών –σχέδια ε.– που συντάσσονται από πριν, με βάση τον πιθανό αντίπαλο και τις περιοχές στις οποίες… … Dictionary of Greek
θησαυροφυλακικόν — και θησαυροφυλακιτικόν, τὸ (Α) [θησαυροφυλάκιο] πάπ. φόρος για τη φύλαξη τών αποθηκών σιταριού … Dictionary of Greek
κλειδάριθμος — Ο συνθηματικός αριθμός των κρυπτογραφικών κωδίκων, που χρησιμοποιείται για την αποκρυπτογράφηση των κειμένων. Ονομάζεται επίσης κωδικός αριθμός. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται και για τους συνδυασμούς αριθμών, λέξεων ή αριθμών και λέξεων μαζί, που… … Dictionary of Greek
λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… … Dictionary of Greek
παράσιτος — Στην αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι επιφανείς άνδρες, που εκλέγονταν ως βοηθοί των ιερέων και είχαν ως κύριο καθήκον την επιμέλεια των αποθηκών, όπου φυλάγονταν οι διάφορες προσφορές στους ναούς. Από τις προσφορές, δικαιούνταν το ένα έκτο των… … Dictionary of Greek
φυλακιτικός — ή, όν, Α [φυλακίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φυλακίτας, στους αστυνομικούς τής Αιγύπτου («φυλακιτικὸς κλῆρος», πάπ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυλακιτικόν το ποσό που κατέβαλλαν οι ιδιοκτήτες καταστημάτων, αποθηκών ή αγρών για να… … Dictionary of Greek